- ἐκφλόγωσις
- ἐκφλόγωσιςupper part of a torchfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκφλόγωσις — ἐκφλόγωσις, η (AM) ανάφλεξη, εκπύρωση αρχ. 1. το αντίθετο προς τη λαβή άκρο τής δάδας, δηλ. αυτό που καίγεται 2. ιατρ. φλόγωση, φλεγμονή τού σώματος (ολόκληρου ή μέρους του) … Dictionary of Greek
ἐκφλογώσεις — ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem nom/voc pl (attic epic) ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφλόγωσιν — ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκφλογώσεως — ἐκφλογώσεω̆ς , ἐκφλόγωσις upper part of a torch fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)